Lepot στα ελληνικά
Μετάφραση: lepot, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, γκρινιάζω, ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, ομορφιές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lepit στα ελληνικά - χώνω, κόλλα, κολλημένα, κολλημένο, κολλημένη, κολλημένες, κολληθεί
- lepo στα ελληνικά - ωραίος, όμορφος, όμορφη, συμπαθητικός, ωραία, ωραίο
- lepší στα ελληνικά - ανώτερος, Το πιο όμορφο, Η πιο όμορφη, Τα πιο όμορφα, Το ομορφότερο, Η ωραιότερη
- les στα ελληνικά - δάσος, ξύλο, λε, Το Les
Τυχαίες λέξεις
Lepot στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, γκρινιάζω, ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, ομορφιές
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, γκρινιάζω, ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, ομορφιές