Očistit στα ελληνικά
Μετάφραση: očistit, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαλλάσσω, εκκενώνω, εκκαθαρίζω, καθαρίζονται, καθαριστεί, καθαρίζεται, καθαριστούν, καθαρισμό
Μεταφράσεις
- očala στα ελληνικά - γυαλιά, ποτήρια, τα γυαλιά, γυαλιών, Γυαλία
- oče στα ελληνικά - πατέρας, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα
- očitat στα ελληνικά - προσθέτω, διαμαρτύρονται, παραπονιούνται, παραπονούνται, προσάπτουν, παραπονεθεί
- očka στα ελληνικά - φακές, φακός, πατερούλης, Daddy, μπαμπά, ο μπαμπάς, τον μπαμπά
Τυχαίες λέξεις
Očistit στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαλλάσσω, εκκενώνω, εκκαθαρίζω, καθαρίζονται, καθαριστεί, καθαρίζεται, καθαριστούν, καθαρισμό
Μεταφράσεις: απαλλάσσω, εκκενώνω, εκκαθαρίζω, καθαρίζονται, καθαριστεί, καθαρίζεται, καθαριστούν, καθαρισμό