Obor στα ελληνικά
Μετάφραση: obor, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήση, κυριαρχία, περιοχή, αρμοδιότητα, Obor, Ομπόρ, Ομπόρ του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- obnovit στα ελληνικά - επανακτώ, αποκαθιστώ, αναστηλώνω, αναρρώνω, καθαρίζω, ανακτώ, αναπαριστώ, ...
- obogatit στα ελληνικά - εμπλουτίζω, Εμπλουτίστε, Εμπλουτίστε την, εμπλουτίσουν, εμπλουτίσουν τη, Εμπλουτίστε το
- obora στα ελληνικά - πάρκο, Obora
- obramba στα ελληνικά - άμυνα, συνηγορία, υπεράσπιση, άμυνας, αμυντικούς, υπεράσπισης
Τυχαίες λέξεις
Obor στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήση, κυριαρχία, περιοχή, αρμοδιότητα, Obor, Ομπόρ, Ομπόρ του
Μεταφράσεις: κτήση, κυριαρχία, περιοχή, αρμοδιότητα, Obor, Ομπόρ, Ομπόρ του