Plin στα ελληνικά
Μετάφραση: plin, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέριο, βενζίνη, αερίου, φυσικού αερίου, Gas, φυσικό αέριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pletivo στα ελληνικά - ιστός
- plevel στα ελληνικά - ζιζάνιο, weeds
- plitev στα ελληνικά - ρηχός, επιπόλαιος, αβαθής, ρηχά νερά, ρηχά, ρηχή
- pljuča στα ελληνικά - πνεύμονας, πνεύμονες, πνευμόνων, στους πνεύμονες, τους πνεύμονες, πνεύμονές
Τυχαίες λέξεις
Plin στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, αερίου, φυσικού αερίου, Gas, φυσικό αέριο
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, αερίου, φυσικού αερίου, Gas, φυσικό αέριο