Tlačeni στα ελληνικά
Μετάφραση: tlačeni, Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σλοβενικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίβρα, μάντρα, λίμπρα, κοπανίζω, καταστέλλει, καταπιέζει, καταστέλλει τη, καταστέλλει την, καταστέλλει τις
Μεταφράσεις
- tla στα ελληνικά - πάτωμα, όροφος, έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
- tlak στα ελληνικά - τόνος, στρες, άγχος, πίεση, τονίζω, πίεσης, πιέσεως, ...
- tlačení στα ελληνικά - πίεση, καταστέλλει, καταπιέζει, καταστέλλει τη, καταστέλλει την, καταστέλλει τις
- tlačilko στα ελληνικά - κουμπί, αντλία, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Τυχαίες λέξεις
Tlačeni στα ελληνικά - Λεξικό: σλοβενικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίβρα, μάντρα, λίμπρα, κοπανίζω, καταστέλλει, καταπιέζει, καταστέλλει τη, καταστέλλει την, καταστέλλει τις
Μεταφράσεις: λίβρα, μάντρα, λίμπρα, κοπανίζω, καταστέλλει, καταπιέζει, καταστέλλει τη, καταστέλλει την, καταστέλλει τις