Ömtålig στα ελληνικά
Μετάφραση: ömtålig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύθραυστος, λεπτός, φίνος, αδύναμος, μαλθακός, εύθραυστο, εύθραυστη, εύθραυστα, ευάλωτες, εύθραυστες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ömklig στα ελληνικά - άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, ελεεινός, χάλια, οικτρός, συμπονετικός, ...
- ömsesidig στα ελληνικά - αμοιβαίος, Αμοιβαία, Η αμοιβαία, αμοιβαία δικαστική, την αμοιβαία, την αμοιβαία δικαστική
- önska στα ελληνικά - μακάρι, εύχομαι, καημός, έλλειψη, επιθυμία, ευχή, ανάγκη, ...
- öppen στα ελληνικά - ανοίγω, ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
Τυχαίες λέξεις
Ömtålig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύθραυστος, λεπτός, φίνος, αδύναμος, μαλθακός, εύθραυστο, εύθραυστη, εύθραυστα, ευάλωτες, εύθραυστες
Μεταφράσεις: εύθραυστος, λεπτός, φίνος, αδύναμος, μαλθακός, εύθραυστο, εύθραυστη, εύθραυστα, ευάλωτες, εύθραυστες