Akut στα ελληνικά
Μετάφραση: akut, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύς, έντονος, οξυδερκής, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akustik στα ελληνικά - ακουστική, Ακουστικής, Acoustics, την ακουστική, ακουστική του
- akustisk στα ελληνικά - ακουστικός, ηχητικός, ακουστική, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικά
- akvamarin στα ελληνικά - ακουαμαρίνης, γαλαζοπράσινα, γαλαζοπράσινη, ακουαμαρίνα, γαλαζοπράσινο
- akvarell στα ελληνικά - ακουαρέλα, υδατογραφία, ακουαρέλας, watercolor, υδατογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Akut στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύς, έντονος, οξυδερκής, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ
Μεταφράσεις: οξύς, έντονος, οξυδερκής, οξεία, οξείας, οξείες, οξύ