Annuitet στα ελληνικά
Μετάφραση: annuitet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ετήσιος, ετήσια, πρόσοδος, ισόβιο, Annuity, προσόδου, ετήσιας προσόδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annons στα ελληνικά - διαφήμιση, εξαγγελία, ανακοίνωση, κήρυξη, αγγελία, ad, διαφημίσεων, ...
- annonsera στα ελληνικά - διαφημίζω, ανακοινώνω, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
- annullera στα ελληνικά - ματαιώνω, ανακαλώ, ακυρώνω, κενό, ανατρέπω, ακυρώσει, ακυρώσετε, ...
- anod στα ελληνικά - άνοδος, ανόδου, άνοδο, της ανόδου, ανοδικό
Τυχαίες λέξεις
Annuitet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ετήσιος, ετήσια, πρόσοδος, ισόβιο, Annuity, προσόδου, ετήσιας προσόδου
Μεταφράσεις: ετήσιος, ετήσια, πρόσοδος, ισόβιο, Annuity, προσόδου, ετήσιας προσόδου