Anständighet στα ελληνικά

Μετάφραση: anständighet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρονιμάδα, ευπρέπεια, ευπρέπειας, την ευπρέπεια
Anständighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anställning στα ελληνικά - εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
  • anständig στα ελληνικά - έντιμος, αξιοπρεπή, αξιοπρεπής, αξιοπρεπείς, αξιοπρεπές, αξιοπρεπούς
  • anstånd στα ελληνικά - καθυστέρηση, αναβολή, ανάπαυση, ανάπαυλα, ανάπαυλας, ανακούφιση
  • anstöt στα ελληνικά - παράβαση, προσβολή, αδίκημα, αδικήματος, παράβασης, αξιόποινη πράξη
Τυχαίες λέξεις
Anständighet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρονιμάδα, ευπρέπεια, ευπρέπειας, την ευπρέπεια