Λέξη: καταλαλώ

Μεταφράσεις: καταλαλώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
backbite, katalalo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
difamar, murmurar, katalalo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verleumden, katalalo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débiner, dénigrer, calomnier, katalalo
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caluniar, katalalo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
злословить, katalalo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parjata, panetella, katalalo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pomlouvat, katalalo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obmawiać, obgadać, oczerniać, katalalo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iftira, katalalo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ocrniti, oklevetati, katalalo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
katalalo
Τυχαίες λέξεις