Behörighet στα ελληνικά
Μετάφραση: behörighet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behållare στα ελληνικά - δεξαμενή, δοχείο, περιέκτη, δοχείου, περιέκτης, εμπορευματοκιβωτίων
- behållning στα ελληνικά - κατάλοιπο, υπόλοιπος, ωφέλεια, κέρδος, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, υπόλοιπο, ...
- behöva στα ελληνικά - έλλειψη, θέλω, απαιτώ, απαίτηση, ζητώ, χρειάζομαι, ζήτηση, ...
- behövlig στα ελληνικά - αναγκαίος, απαιτούμενο, απαιτούμενη, απαιτούμενες, απαιτούμενα, επαρκώς κατά
Τυχαίες λέξεις
Behörighet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Μεταφράσεις: δικαιοδοσία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες