Δικαιοδοσία στα σουηδικά
Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befogenhet, behörighet, jurisdiktion, behörig, domstols behörighet, behörighets
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία
δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας σουηδικά, δικαιοδοσία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δικάζω στα σουηδικά - döma, uppskatta, bedöma, domare, domaren, domstol
- δικαίωμα στα σουηδικά - rätt, rättighet, riktig, exakt, rät, direkt, höger, ...
- δικαιολογία στα σουηδικά - förlåta, ursäkta, försvar, undanflykt, ursäkt, ursäkt för, ursäkten, ...
- δικαιολογώ στα σουηδικά - försvara, ursäkt, ursäkt för, ursäkten, förevändning, vändning
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: befogenhet, behörighet, jurisdiktion, behörig, domstols behörighet, behörighets
Μεταφράσεις: befogenhet, behörighet, jurisdiktion, behörig, domstols behörighet, behörighets