Λέξη: αμαρτάνω

Σχετικές λέξεις: αμαρτάνω

αμαρτάνω αγγλικα, αμαρτάνω μεταφραση, αμαρτάνω αρχικοι, αμαρτάνω συνωνυμα, αμαρτάνω κλίση, αμαρτάνω αρχικοι χρονοι, αμαρτάνω χρονικη αντικατασταση, αμαρτάνω σημασια, αμαρτάνω ετυμολογία, αμαρτάνω λεξικο

Συνώνυμα: αμαρτάνω

ειδέρχομαι παρανομώς, εισέρχομαι παράνομα, παραβαίνω, καταπατώ

Μεταφράσεις: αμαρτάνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sin, trespass, sinning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pecar, pecado, el pecado, sin, pecados
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sündigen, sünde, beichte, sinus, Sünde, sin, die Sünde, der Sünde
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faute, sinus, pécher, péché, le péché, sin, péchés
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
peccare, peccato, il peccato, sin, peccati
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simultâneo, pecado, pecar, o pecado, pecados, sin, pelo pecado
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zonde, zondigen, de zonde, zonden, sin
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
погрешать, прегрешение, прегрешить, грешить, грех, прегрешать, погрешить, грехом, греха, грехи
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
synd, synden, sin, syndens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
synd, synda, synden, sin, syndens
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erhe, synti, erehdys, synnin, syntiä, sin, synnistä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
synde, synd, synden, sin, syndens
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hřešit, hřích, sin, hříchem, hříchu
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grzech, grzeszyć, zgrzeszyć, grzechem, sin, grzechu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűn, a bűn, bűnt, sin, bűntől
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
günah, sin, günahtır, günahı, günahın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гріх, грішити, злочин
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëkat, mëkati, mëkati i, mëkaton, mëkatin e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грях, греха, грехът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грэх, грахі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
patt, patustama, patu, pattu, sin, patust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grijeh, zgriješiti, griješiti, grijeha, je grijeh, sin, grijehom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
synd, syndga, syndin, syndar
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pecco
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuodėmė, nuodėmės, nuodėmę, sin, nuodėme
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grēks, grēku, sin, grēka
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грев, гревот, гревови, гревовите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
păcat, păcatul, păcatului, pacat, pacatului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
greh, sin, greha
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hriech, hriechu, hriechy, hriechom
Τυχαίες λέξεις