Bensin στα ελληνικά
Μετάφραση: bensin, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benbrott στα ελληνικά - θλάση, διάλλειμα, σπάσιμο, αντεπίθεση, διχοτομία, κάταγμα, σπάζω, ...
- benig στα ελληνικά - κοκκαλιάρης, οστεώδη, οστικές, οστέινη, οστεώδεις
- benägenhet στα ελληνικά - ροπή, τάση, τάσης, ροπής, προδιάθεση
- benämna στα ελληνικά - κλήση, τηλεφωνώ, όρος, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Τυχαίες λέξεις
Bensin στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Μεταφράσεις: αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη