Berg στα ελληνικά
Μετάφραση: berg, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέτρα, ανεβαίνω, αυξάνομαι, λόφος, όρος, βουνό, λικνίζω, κουνώ, ροκ, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bereda στα ελληνικά - προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμαστούν, προετοιμάσουν
- beredd στα ελληνικά - έτοιμος, πανέτοιμος, παρασκευασμένα, παρασκευάζονται, παρασκευάζεται, παρασκευάστηκαν, προετοιμασμένοι
- bergig στα ελληνικά - ορεινός, ορεινές, ορεινό, ορεινή, ορεινά
- bergsbestigare στα ελληνικά - ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
Τυχαίες λέξεις
Berg στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέτρα, ανεβαίνω, αυξάνομαι, λόφος, όρος, βουνό, λικνίζω, κουνώ, ροκ, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
Μεταφράσεις: πέτρα, ανεβαίνω, αυξάνομαι, λόφος, όρος, βουνό, λικνίζω, κουνώ, ροκ, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό