Besvärlig στα ελληνικά

Μετάφραση: besvärlig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκληροτράχηλος, δύσκολος, σκληρός, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες
Besvärlig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • besvikelse στα ελληνικά - απογοήτευση, απογοήτευσή, την απογοήτευσή, δυσάρεστη, την απογοήτευση
  • besvära στα ελληνικά - ενοχλούμαι, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλώ, ταλαιπωρία, φασαρία, Trouble, ...
  • besynnerlig στα ελληνικά - παράδοξος, αλλόκοτος, αστείος, ενικός, ιδιόμορφος, περίεργος, μοναδικός, ...
  • besätta στα ελληνικά - καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Τυχαίες λέξεις
Besvärlig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκληροτράχηλος, δύσκολος, σκληρός, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες