Λέξη: έμβολο
Σχετικές λέξεις: έμβολο
μικρό έμβολο, υδραυλικό έμβολο, μεγάλο έμβολο, έμβολο κινητήρα, καφετιέρα έμβολο, ηλεκτρικό έμβολο, έμβολο σημασια
Συνώνυμα: έμβολο
κριάρι, κριός, έμβολο πλοίου, βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, στόμιο, κόπανος, βουτών, δύτης
Μεταφράσεις: έμβολο
έμβολο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
piston, plunger, ram, plug, piston is
έμβολο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pistón, émbolo, de pistón, del pistón, pistón de
έμβολο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kolben, Kolben, Kolbens
έμβολο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
piston, pistons, piston de, le piston, à piston
έμβολο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pistone, stantuffo, del pistone, pistoni, a pistone
έμβολο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pistola, pistão, êmbolo, de pistão, do pistão, de êmbolo
έμβολο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiger, piston, de zuiger, zuigers, zuiger-
έμβολο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пистон, плунжер, клапан, поршень, поршня, поршневой, поршневые, поршневого
έμβολο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stempel, stempelet, stemplet, stempels
έμβολο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kolv, kolven, kolvens
έμβολο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mäntä, männän, mäntää, mäntään
έμβολο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stempel, stemplet, stemplets
έμβολο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
píst, pístu, pístové, pístní, pístem
έμβολο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tłok, recenzja, prasa, tłoczek, tłoka, tłokowe, tłokowy
έμβολο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
regiszterszelep, dugattyú, játszószelep, dugattyús, dugattyút, dugattyúval
έμβολο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
piston, pistonlu, pistonu, pistonun
έμβολο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пістолети, поршень
έμβολο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
piston, pistoni, me piston, pistoni i, pistonit
έμβολο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бутало, буталата, буталния, бутален, бутални
έμβολο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поршань, поршень
έμβολο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kolb, kolvi, kolbi, kolbmootoriga, kolviga
έμβολο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ventil, klip, klipa, klipni, klipnih, klipna
έμβολο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stimpla, bullu, bullan, stimpillinn, bulla
έμβολο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stūmoklis, stūmoklio, stūmoklių, stūmokliniu, stūmoklinis
έμβολο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
virzulis, virzuļa, virzuļu, virzuli, virzuļmotoru
έμβολο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клипот, клипни, клип, клипен, со клип
έμβολο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
piston, pistonului, cu piston, de piston, pistonul
έμβολο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pst, bat, bata, piston, batni, batne
έμβολο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
piest, piestu, piestom