Brist στα ελληνικά

Μετάφραση: brist, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατέλεια, έλλειψη, λάθος, ψεγάδι, ελάττωμα, ανάγκη, θέλω, υστέρημα, αποστατώ, κακία, σπανιότητα, ανηθικότητα, φτιάξιμο, απουσία, έλλειψης, η έλλειψη, την έλλειψη
Brist στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brinna στα ελληνικά - καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
  • bris στα ελληνικά - αύρα, αεράκι, αύρας, αύρα της, παιχνιδάκι
  • brista στα ελληνικά - ξεσπώ, ξέσπασμα, ρήξη, ρήξης, θραύση, διάρρηξη, θραύσης
  • bristfällig στα ελληνικά - ελλειπτικός, ελαττωματικός, ελλειπής, ατελής, ανεπάρκεια, ανεπαρκή, με ανεπάρκεια
Τυχαίες λέξεις
Brist στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατέλεια, έλλειψη, λάθος, ψεγάδι, ελάττωμα, ανάγκη, θέλω, υστέρημα, αποστατώ, κακία, σπανιότητα, ανηθικότητα, φτιάξιμο, απουσία, έλλειψης, η έλλειψη, την έλλειψη