Bruklig στα ελληνικά

Μετάφραση: bruklig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες
Bruklig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bruka στα ελληνικά - αιτούμαι, καλλιεργώ, χρησιμοποιώ, σκαλίζω, χρήση, εφαρμόζω, βάζω, ...
  • brukbar στα ελληνικά - χρήσιμος, χρησιμοποιήσιμος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιήσιμα, χρησιμοποιήσιμο, χρηστικότητας
  • brun στα ελληνικά - καφέ, καστανός, καστανό, καφετιά, καφετί, καστανά
  • brunn στα ελληνικά - καλά, άνοιξη, αναβλύζω, λοιπόν, πηγάδι, βρύση, αναπηδώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Bruklig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες