Συνηθισμένος στα σουηδικά

Μετάφραση: συνηθισμένος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vanligt, bruklig, allmän, ordinär, gängse, gemensam, vanlig, vanliga, normalt, normala
Συνηθισμένος στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηθισμένος

συνηθισμένος συνώνυμα, συνηθισμένοσ συνώνυμο, συνηθισμένος λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνηθισμένος στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • συνηγορώ στα σουηδικά - försvara, åberopa, vädja, vädjar, göra gällande, åberopat
  • συνηθίζω στα σουηδικά - vänja
  • συνθέτης στα σουηδικά - kompositör, tonsättare, kompositören, tonsättaren, kompositörens
  • συνθέτω στα σουηδικά - komponera, syntetisera, syntes, syntetiserar, syntes av, syntetisering
Τυχαίες λέξεις
Συνηθισμένος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: vanligt, bruklig, allmän, ordinär, gängse, gemensam, vanlig, vanliga, normalt, normala