Λέξη: ανικανότητα
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα συνώνυμα, ψυχολογική ανικανότητα, γυναικεία ανικανότητα, ανικανότητα δικαιοπραξίας, ανικανότητα για δικαιοπραξία
Συνώνυμα: ανικανότητα
ανικανότης, ανικανότητα σεξουαλική, αδυναμία, αδύνατο, αναπηρία, αδεξιότης, αδεξιότητα, αναρμοδιότητα, ανεπάρκεια, οκνηρία, στέρηση προσόντων
Μεταφράσεις: ανικανότητα
ανικανότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disability, impotence, inability, incompetence, helplessness
ανικανότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impotencia, la impotencia, de impotencia
ανικανότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
behinderung, rechtsunfähigkeit, invalidität, unfähigkeit, körperbehinderung, erwerbsunfähigkeit, Impotenz, Ohnmacht, Machtlosigkeit, Unfähigkeit, von Impotenz
ανικανότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infirmité, incapacité, inaptitude, invalidité, impuissance, l'impuissance, impotence, d'impuissance
ανικανότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impotenza, l'impotenza, dell'impotenza, di impotenza, all'impotenza
ανικανότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impotência, a impotência, impotence, da impotência, de impotência
ανικανότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
impotentie, onmacht, machteloosheid, onvermogen, van impotentie
ανικανότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
невозможность, нетрудоспособность, несостоятельность, неправоспособность, неплатежеспособность, бессилие, неспособность, импотенция, импотенции, бессилия, импотенцию
ανικανότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
impotens, impotence, avmakt, maktesløshet, av impotens
ανικανότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
impotens, vanmakt, maktlöshet, oförmåga, kraftlöshet
ανικανότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
invaliditeetti, kiro, haitta, työkyvyttömyys, impotenssi, impotenssia, impotenssin, voimattomuuden, voimattomuus
ανικανότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
impotens, afmagt, magtesløshed, af impotens
ανικανότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
invalidita, impotence, impotenci, bezmocnost, impotencí, nemohoucnost
ανικανότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ułomność, kalectwo, niepełnosprawność, ubezwłasnowolnienie, upośledzenie, inwalidztwo, niepełność, impotencja, bezsilność, impotencji, niemoc, impotencję
ανικανότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
impotencia, impotenciát, tehetetlenség, az impotencia, tehetetlenségét
ανικανότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetersizlik, iktidarsızlık, impotans, iktidarsızlığı, empotans, iktidarsızlığından
ανικανότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неможливість, неплатоспроможність, неспроможність, імпотенція
ανικανότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
impotencë, pafuqi, impotenca, dobësi, impotence
ανικανότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
импотентност, безсилие, импотенция, импотентността, безсилието
ανικανότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імпатэнцыя
ανικανότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puue, töövõimetus, võimetus, impotentsus, impotentsuse, impotentsi, impotentsust
ανικανότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedostatak, nesposobnost, onesposobljenost, nemoć, impotencija, impotencije, impotenciju, nemoći
ανικανότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
getuleysi
ανικανότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
impotencija, impotencijos, impotenciją, bejėgiškumas, silpnumas
ανικανότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
impotence, impotenci, impotences, vājums
ανικανότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
импотенција, импотенцијата, импотентност, немоќ, немоќта
ανικανότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impotență, impotenta, impotentei, impotența, impotenței
ανικανότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slabost, impotenca, impotence, impotenco, nemoč, impotenci
ανικανότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
handicap, invalidita, impotencia, impotencie, aj impotencia, impotenciu
Τυχαίες λέξεις