Dominera στα ελληνικά
Μετάφραση: dominera, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dom στα ελληνικά - ετυμηγορία, καταδικάζω, πρόταση, καταδίκη, κυρίαρχος, κρίση, δικαστική απόφαση, ...
- domare στα ελληνικά - δικάζω, δικαιοσύνη, κριτής, δικαστής, δικαστή, εισηγητή δικαστή, Κριτή
- domkyrka στα ελληνικά - καθεδρικός ναός, καθεδρικός, καθεδρικό ναό, τον καθεδρικό ναό, καθεδρικό ναό του
- domprost στα ελληνικά - κοσμήτορας, πρύτανης, Dean, παγίδα Dean, Ντιν
Τυχαίες λέξεις
Dominera στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Μεταφράσεις: κυριαρχώ, δεσπόζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν