Femtio στα ελληνικά
Μετάφραση: femtio, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενήντα, από πενήντα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fem στα ελληνικά - πέντε, από πέντε, τα πέντε, των πέντε
- femte στα ελληνικά - πέμπτος, πέμπτο, πέμπτη, πέμπτου, πέμπτης
- femton στα ελληνικά - δεκαπέντε, δέκα πέντε, Fifteen, των δεκαπέντε, από δεκαπέντε
- fenol στα ελληνικά - φαινόλη, φαινόλης, με φαινόλη, της φαινόλης
Τυχαίες λέξεις
Femtio στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενήντα, από πενήντα
Μεταφράσεις: πενήντα, από πενήντα