Fyndighet στα ελληνικά

Μετάφραση: fyndighet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαναθέτω, ταμείο, αποθήκη, προσχώνω, ίζημα, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη
Fyndighet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fuska στα ελληνικά - κλέβω, ζαβολιάρης, φενακίζω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, ...
  • fynd στα ελληνικά - ανακάλυψη, ευρήματα, διαπιστώσεις, πορίσματα, τα ευρήματα, συμπεράσματα
  • fyra στα ελληνικά - τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις
  • fyrkant στα ελληνικά - πλατεία, τετράγωνο, τετραγωνικών, τετραγωνικά, τετραγωνικό
Τυχαίες λέξεις
Fyndighet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαναθέτω, ταμείο, αποθήκη, προσχώνω, ίζημα, ανακάλυψη, ανακάλυψης, την ανακάλυψη, ανακάλυψή, η ανακάλυψη