Generell στα ελληνικά
Μετάφραση: generell, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενικός, στρατηγός, συνολικός, ποδιά, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Μεταφράσεις
- general στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, Γενική, Γενικές, Γενικά, Γενικής
- generation στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
- generös στα ελληνικά - ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος, γενναιόδωρη, γενναιόδωρο, πλούσιο, γενναιόδωρες
- geni στα ελληνικά - ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
Τυχαίες λέξεις
Generell στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενικός, στρατηγός, συνολικός, ποδιά, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Μεταφράσεις: γενικός, στρατηγός, συνολικός, ποδιά, γενική, γενικό, γενικού, γενικές