Hån στα ελληνικά

Μετάφραση: hån, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτός, που, ο, ότι, ο ίδιος
Hån στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • halvö στα ελληνικά - χερσόνησος, χερσόνησο, χερσονήσου, χερσόνησο της, χερσόνησο του
  • hamn στα ελληνικά - φυγαδεύω, φωλιάζω, αριστερός, λιμάνι, λιμένα, θύρα, θύρας, ...
  • hand στα ελληνικά - παραδίνω, χέρι, δείκτης, δίνω, πλευρά, το χέρι, χεριού, ...
  • handbok στα ελληνικά - ξεναγώ, καθοδηγώ, ξεναγός, οδηγός, εγχειρίδιο, εγχειριδίου, Χειροκίνητη, ...
Τυχαίες λέξεις
Hån στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτός, που, ο, ότι, ο ίδιος