Hörn στα ελληνικά

Μετάφραση: hörn, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, Horn, Χορν
Hörn στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • horisontal στα ελληνικά - οριζόντιος, οριζόντια, οριζόντιο, οριζόντιες, οριζόντιας
  • hormon στα ελληνικά - ορμόνη, ορμόνης, ορμονών, ορμόνες, αυξητικής
  • horoskop στα ελληνικά - Ωροσκόπια, Ζώδια, Ωροσκοπια, τα ωροσκόπια, ωροσκοπίων
  • hos στα ελληνικά - περασμένος, προς, με, σε, μαζί, από, παρελθόν, ...
Τυχαίες λέξεις
Hörn στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, Horn, Χορν