Instämma στα ελληνικά

Μετάφραση: instämma, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδέχομαι, εισάγω, δέχομαι, αποδέχομαι, αναγνωρίζω, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Instämma στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inställa στα ελληνικά - ακυρώνω, ρύθμιση, προσαρμογή, την προσαρμογή, ρύθμισης, τη ρύθμιση
  • inställning στα ελληνικά - στέγαση, ρύθμιση, κατάλυμα, σύνθεση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης
  • insättning στα ελληνικά - αποθήκη, προσχώνω, ταμείο, ίζημα, επαναθέτω, κατάθεση, κατάθεσης, ...
  • intagande στα ελληνικά - ελκυστικός, κατάποση, κατάποσης, την κατάποση, πρόσληψη, τη λήψη
Τυχαίες λέξεις
Instämma στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδέχομαι, εισάγω, δέχομαι, αποδέχομαι, αναγνωρίζω, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε