Kompensera στα ελληνικά
Μετάφραση: kompensera, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπληρώνω, αντισταθμίζω, όφσετ, αντισταθμίζεται, αντισταθμιστεί, αντισταθμίσει, offset
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kompass στα ελληνικά - πυξίδα, Compass, πυξίδας, της πυξίδας, την πυξίδα
- kompensation στα ελληνικά - αποζημίωση, συμψηφισμός, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
- kompetens στα ελληνικά - αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
- kompetent στα ελληνικά - αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Τυχαίες λέξεις
Kompensera στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, αντισταθμίζω, όφσετ, αντισταθμίζεται, αντισταθμιστεί, αντισταθμίσει, offset
Μεταφράσεις: αναπληρώνω, αντισταθμίζω, όφσετ, αντισταθμίζεται, αντισταθμιστεί, αντισταθμίσει, offset