Αντισταθμίζω στα σουηδικά
Μετάφραση: αντισταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kompensera, ersätta, poise, pois, balans, värdighet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντισταθμίζω
αντισταθμίζω ορισμός, αντισταθμίζω λεξικο, αντισταθμίζω προταση, αντισταθμίζω προτασεις, αντισταθμίζω σημασια, αντισταθμίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αντισταθμίζω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αντιπρόσωπος στα σουηδικά - ombud, representativ, representativt, representativa, representant, företrädare
- αντιστέκομαι στα σουηδικά - trotsa, motstå, stå emot, stå, emot, motstånd
- αντιστοιχώ στα σουηδικά - brevväxla, korrespondera, motsvarar, motsvara, överensstämmer, svarar, överensstämma
- αντιστρέφω στα σουηδικά - frånsida, backa, motsatt, omvänd, vända, bakåt, omvänt, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντισταθμίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kompensera, ersätta, poise, pois, balans, värdighet
Μεταφράσεις: kompensera, ersätta, poise, pois, balans, värdighet