Konfiskera στα ελληνικά
Μετάφραση: konfiskera, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- konfekt στα ελληνικά - καραμέλα, ζαχαροπλαστική, γλυκίσματα, ζαχαροπλαστείο, ζαχαρωτά, Ζαχαροπλαστικής
- konferens στα ελληνικά - συνέδριο, σύσκεψη, διάσκεψη, Διάσκεψης, Συνέδριο, Συνδιάσκεψη, Διάσκεψη του
- konflikt στα ελληνικά - διεκδικώ, διένεξη, διαφωνία, διαφορά, σύγκρουση, συγκρούσεων, σύγκρουσης, ...
- konjak στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, το κονιάκ, του κονιάκ, cognac
Τυχαίες λέξεις
Konfiskera στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Μεταφράσεις: κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν