Λέξη: εγχείρημα

Σχετικές λέξεις: εγχείρημα

εγχείρημα λεξικό, εγχείρημα english translation, εγχείρημα σημασια, εγχείρημα ετυμολογια, εγχείρημα συνώνυμα, εγχείρημα μετάφραση, εγχείρημα english, εγχείρημα τελαίθριον, εγχείρημα ορισμός, εγχείρημα βικιλεξικο

Μεταφράσεις: εγχείρημα

εγχείρημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
undertaking, project, venture, exercise, enterprise, task

εγχείρημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
proyecto, proyecto de, del proyecto, proyectos, de proyectos

εγχείρημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unternehmen, aufgabe, bestattungsgewerbe, projekt, übernehmend, Projekt, Projekts, Projektes

εγχείρημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
entreprenant, maison, exploitation, devoir, entreprise, établissement, obligation, engagement, projet, projets, projet de, programme

εγχείρημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
progetto, progetto di, del progetto, progetti, di progetto

εγχείρημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
projeto, projecto, projeto de, projecto de, do projeto

εγχείρημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
project, projecten, het project

εγχείρημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предприимчивость, обязательство, начинание, затея, гарантия, предприятие, соглашение, дело, проект, проекта, проектом, проектов, проекте

εγχείρημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foretak, prosjekt, prosjektet

εγχείρημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
projekt, projektet, projektets

εγχείρημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edesottamus, työ, hanke, tehtävä, toimenpide, projekti, hankkeen, projektin, hankkeeseen

εγχείρημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
projekt, projektet, projektets

εγχείρημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podnik, závazek, projekt, projektu, projektů, projektem

εγχείρημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedsięwzięcie, zobowiązanie, przedsiębiorstwo, projekt, projektu, projektem, projektów

εγχείρημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vállalat, program, terv, projekt, projektet, projektben

εγχείρημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
proje, projesi, projenin

εγχείρημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антрепренерство, угоду, діло, підприємливість, проект, проекту

εγχείρημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
projekt, Projekti, projektit, projekt i, Projekti i

εγχείρημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предприятие, проект, проекта, проекти, на проекта

εγχείρημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязак, праект

εγχείρημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
söakalt, matusekorraldamine, ettevõtmine, projekt, projekti, projektide, projektiga, projektis

εγχείρημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pothvata, tvrtka, pothvat, poduzeće, poduzetnik, projekt, projekta, projektu, projektima, projekata

εγχείρημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verkefni, verkefnið, verkefninu, verkefnisins, verkefnastjórnun

εγχείρημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
projektas, projekto, projektą, projektų

εγχείρημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
projekts, projekta, projektu, projektam

εγχείρημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задачата, проектот, проект, проекти, на проектот, проектот за

εγχείρημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proiect, proiectului, de proiect, proiectul, proiect de

εγχείρημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
projekt, projekt je, projekta, projektov

εγχείρημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
projekt, projektu, projektom
Τυχαίες λέξεις