Lägenhet στα ελληνικά

Μετάφραση: lägenhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέρισμα, επίπεδος, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα
Lägenhet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • läder στα ελληνικά - δερμάτινος, δέρμα, δερμάτινα, δέρματος, δερμάτινο, δερμάτινων
  • läge στα ελληνικά - τοποθετώ, θέση, τοποθέτηση, κατάσταση, τόπος, τοποθεσία, μέρος, ...
  • läger στα ελληνικά - καταυλισμός, στρατόπεδα, κατασκηνώσεις, καταυλισμούς, στρατοπέδων, τα στρατόπεδα
  • lägga στα ελληνικά - μέρος, κοσμικός, τοποθετώ, βάζω, τόπος, ξαπλώνω, στρώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Lägenhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέρισμα, επίπεδος, το Διαμέρισμα, διαμερίσματος, Apartment, διαμερίσματα