Λέξη: ασθενικός

Συνώνυμα: ασθενικός

αδύνατος, φιλάσθενος, νοσηρός

Μεταφράσεις: ασθενικός

ασθενικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
feeble, sickly, weakly, infirm, frail

ασθενικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
débil, endeble, enfermizo, enfermiza, enfermo, enferma, enfermizos

ασθενικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
altersschwach, kraftlos, schwach, matt, kränklich, kränklichen, kränkliche, sickly, kränkliches

ασθενικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débile, délabré, faible, flasque, atone, chétif, mou, maladif, maladive, malade, malingre

ασθενικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fioco, fiacco, fievole, malaticcio, malato, malaticcia, stucchevole, nauseante

ασθενικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frágil, caduco, débil, fraco, decrépito, doentio, doente, doentia, sickly, enfermiço

ασθενικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwak, aftands, wrak, uitgewoond, licht, bouwvallig, uitgeleefd, gammel, ziekelijk, ziekelijke, zwakke vroeggeboorte, zieke, sickly

ασθενικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
малосильный, болезненный, бессильный, слабосильный, беспомощный, немощный, мягкотелый, вялый, тщедушный, ледащий, ничтожный, маломощный, чахоточный, плевый, никчемный, хилый, болезненным, болезненное, болезненно, болезненная

ασθενικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svak, matt, avfeldig, veik, sykelig, skrøpelig, syke iblandt eder, sickly, sykelige

ασθενικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
orkeslös, klen, matt, svag, sjuklig, sjukligt, sjukliga, sjuka, sjuk

ασθενικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laimea, kehno, valju, vieno, hauras, tehoton, heikko, sairaalloinen, ällöttävä, kuvottava, sickly, sairaalta

ασθενικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svag, sygelig, svageligt, syg, sygelige, sygeligt

ασθενικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slabý, ochablý, mdlý, chabý, neduživý, nemocně, nezdravě, stonavý, neduživé

ασθενικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słabo, kiepski, chorowity, mdły, chorowitym, chorowite, chorowita

ασθενικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
beteges, betegesen, émelyítő, betegeskedő, sápadt

ασθενικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuvvetsiz, donuk, zayıf, hastalıklı, iğrenç, sağlıksız, mide bulandırıcı, soluk

ασθενικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
немічний, слабкий, незначний, нікчемний, кволий, хворобливий, болючий, болісний, болюче, хворобливе

ασθενικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lig, shëndetlig, i neveritshëm, neveritshëm, sëmurë, të sëmurë

ασθενικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
болнав, болнави, противен, хилав, гаден

ασθενικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
балючы, хваравіты, балючае, хваравітае, хваравітага

ασθενικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mannetu, nõrk, haiglane, viril, hädine, kidur, ebatervislik

ασθενικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slab, nježan, nejak, bolesno, boležljiv, boležljivo, bolestan

ασθενικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þróttlítill, heilsuveill, sickly

ασθενικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
infirmus, fragilis, tenuis

ασθενικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnas, menkas, paliegęs, liguistas, ligotas, šleikštus

ασθενικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blāvs, niecīgs, nespēcīgs, neskaidrs, slimīgs, slimīga, vārgs, nīkulīgs

ασθενικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
болен, болно

ασθενικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
slab, bolnăvicios, grețos, nesănătos, maladiv

ασθενικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krhek, Bolno, bolehen, bolehna, bolehni

ασθενικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slabý, neduživý, neduživé
Τυχαίες λέξεις