Låna στα ελληνικά
Μετάφραση: låna, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- låga στα ελληνικά - πυροβολώ, φωτιά, πυρκαγιά, απολύω, φλόγες, χαμηλός, χαμηλή, ...
- lån στα ελληνικά - δάνειο, δανεισμός, Δάνεια, Τα δάνεια, Δανείων, δάνεια που, των δανείων
- lång στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
- långsam στα ελληνικά - αργός, βραδύς, καθυστερημένος, αργή, βραδεία, αργό, αργά
Τυχαίες λέξεις
Låna στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις: δανείζω, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε