Δανείζω στα σουηδικά

Μετάφραση: δανείζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
låna, låna ut, ge, lånar, lämpar
Δανείζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δανείζω

δανείζω english, δανείζω ετυμολογία, δανείζω βικιλεξικο, δανείζω χρήματα, δανείζω ρήμα, δανείζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, δανείζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • δαμάσκηνο στα σουηδικά - plommon, plum, plommonet
  • δανείζομαι στα σουηδικά - låna, lånar, lån, låna upp, att låna
  • δανειζόμενος στα σουηδικά - låntagaren, låntagare, låntagarens, låntagare vid biblioteket, som låntagare vid biblioteket
  • δανεισμός στα σουηδικά - lån, upplåning, upplåningen, upplånings
Τυχαίες λέξεις
Δανείζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: låna, låna ut, ge, lånar, lämpar