Löv στα ελληνικά

Μετάφραση: löv, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδεια, καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
Löv στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lott στα ελληνικά - ειμαρμένη, μοιράζομαι, κλήρος, πεπρωμένο, μοιράζω, μοίρα, λαχείο, ...
  • lotteri στα ελληνικά - λαχείο, λαχειοφόρο αγορά, λοταρία, λαχειοφόρων αγορών, λοταρίας
  • lova στα ελληνικά - υπόσχομαι, υπόσχεση, εχέγγυο, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
  • lucka στα ελληνικά - αθετώ, ρήγμα, παραθυρόφυλλο, παραβιάζω, παραβίαση, σχισμή, υποδοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Löv στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδεια, καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ