Len στα ελληνικά

Μετάφραση: len, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλακός, λεν, τζαμάκι, το τζαμάκι, Ο Len
Len στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lektyr στα ελληνικά - διάβασμα, Διαλέξεις, διαλέξεων, Lectures, Ομιλίες, τις διαλέξεις
  • lem στα ελληνικά - μέλος, στέλεχος, άκρο, σκέλος, σκέλους, άκρων
  • leopard στα ελληνικά - λεοπάρδαλη, Leopard, λεοπάρδαλης, Λεοπάρ, Leopard της
  • lepra στα ελληνικά - λέπρα, λώβα, Η λέπρα, τη λέπρα, της λέπρας, Leprosy
Τυχαίες λέξεις
Len στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλακός, λεν, τζαμάκι, το τζαμάκι, Ο Len