Mör στα ελληνικά

Μετάφραση: mör, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Mör στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • monument στα ελληνικά - μνημείο, μνημόσυνο, μνημεία, μνημείων, τα μνημεία, μνημεία της
  • mops στα ελληνικά - πατημασιά, Pug, Pug το, κυνάριο, η πατημασιά
  • moral στα ελληνικά - ηθική, ηθικής, χρηστά ήθη, την ηθική, τα χρηστά ήθη
  • moras στα ελληνικά - βάλτος, έλος, μαζεύω, βόρβορος, τέλμα, βάλτο, το τέλμα
Τυχαίες λέξεις
Mör στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική