Λέξη: επονείδιστος

Σχετικές λέξεις: επονείδιστος

επονείδιστος εγκληματίας κατά της ανθρωπότητας, επονείδιστος συνώνυμα, επονείδιστος συνωνυμο

Συνώνυμα: επονείδιστος

υβριστικός

Μεταφράσεις: επονείδιστος

επονείδιστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ignominious, opprobrious, shame making

επονείδιστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deshonroso, ignominioso, oprobioso, oprobiosa, opprobrious, oprobio, oprobiosas

επονείδιστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schändlich, schimpflich, schmähend, opprobrious, schmäh, schmähenden

επονείδιστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infâme, honteux, inavouable, ignoble, ignominieux, méprisant, chargé d'opprobre, scandaleux, opprobre

επονείδιστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vergognoso, obbrobrioso, opprobrious, obbrobriosa, oltraggiosa

επονείδιστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
infamante, injurioso, ignominioso, opprobrious, vergonhoso

επονείδιστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheld-, smadelijk, smaad-, beledigend, beledigende

επονείδιστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесчестный, бесславный, недостойный, позорный, постыдный, оскорбительный, несомненно позорно

επονείδιστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
opprobrious, æreløs, være æreløs, til å være æreløs, å være æreløs

επονείδιστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skymflig

επονείδιστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
halveksiva, halventava

επονείδιστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opprobrious

επονείδιστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hanebný, potupný, ostudný, snižující, se snižující, hanlivý

επονείδιστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
haniebny, podły, sromotny, obraźliwy, obelżywy, obrażający, obraźliwym, znieważający

επονείδιστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szégyenletes, megalázó, gyalázatos

επονείδιστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hakaret dolu, opprobrious, aşağılayıcı, ayıp, utanç verici

επονείδιστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
образливий, образливий лист, образливу, образливого

επονείδιστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përbuzur, përbuzur, i turpshëm, turpshëm, ofendues

επονείδιστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недостойния, срамен, позорен, оскърбителен, обиден, оскърбително

επονείδιστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абразлівы, абразьлівы, зневажальны, зьневажальны, абразлівую

επονείδιστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häbistav, Halvustava, Halveksiva

επονείδιστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sramotan, nečastan, sraman, nizak, pogrdan, bez časti

επονείδιστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
opprobrious

επονείδιστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plūstantis, plūstamas, Obelżywy, Obraźliwy, Obrażający

επονείδιστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apvainojošs

επονείδιστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
opprobrious

επονείδιστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
de ocară, ocară, reprobatoare, infam, rușinos

επονείδιστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opprobrious

επονείδιστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
potupný, hanebný, znižujúce, znižujúci, znižujúca, znižujú, klesajúci
Τυχαίες λέξεις