Λέξη: ενότητα

Σχετικές λέξεις: ενότητα

ενότητα για την ανατροπή, ενότητα 37 το τουρκικό εθνικό κίνημα, ενότητα ανατροπή και έργο για το μαρούσι, ενότητα για αλληλεγγύη και ανατροπή, ενότητα 10 γλώσσα ε δημοτικού, ενότητα πολιτών, ενότητα πολιτών νέα γιάννενα, ενότητα για τη νέα ιωνία, ενότητα 15 αλληλογραφώ, ενότητα συνώνυμο, περιφερειακή ενότητα, δημοτική ενότητα

Συνώνυμα: ενότητα

ενότης, αρμονία, ομοφωνία

Μεταφράσεις: ενότητα

ενότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unity, section, module, unit, the section

ενότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
unidad, la unidad, unión, de unidad, unidad de

ενότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
integrität, eins, einigkeit, einheit, eintracht, Einheit, Einigkeit, die Einheit, der Einheit, Einheitlichkeit

ενότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
une, unité, concorde, communauté, un, intégrité, union, l'unité, d'unité

ενότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concordia, unità, dell'unità, l'unità, all'unità, un'unità

ενότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
unir, ligar, unidade, um, união, uma, aliar, a unidade, da unidade, de unidade

ενότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eendracht, eenheid, een, één, samenhang, de eenheid

ενότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
единение, совместность, целость, сплочение, дружба, единство, общность, единодушие, согласие, сплоченность, слитность, спаянность, единства, единстве, единству

ενότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
en, enhet, enighet, samhold, enheten, unity

ενότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhet, enighet, enheten, enhets, enhetlighet

ενότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksi, ykseys, yhtenäisyys, yhteys, eheys, kokonaisuus, yhtenäisyyden, yhtenäisyyttä, ykseyden

ενότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enhed, enheden, enighed, sammenhold

ενότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jednota, jednotnost, shoda, svornost, jednička, jednoty, jednotu, jednotě

ενότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jedynka, wspólnota, jedność, jedności, jednością

ενότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egység, egységét, egységet, egysége, egységének

ενότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birlik, birliği, birliğin, birliğinin, bütünlüğü

ενότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
єдність, згода, згоду, згуртованість, злагода, єдності, единство

ενότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
një, unitet, uniteti, unitetit, unitetin, bashkimi

ενότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
единство, единството, обединение, единството на

ενότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзінства, еднасць, еднасьць

ενότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ühtsus, ühtsuse, ühtsust, ühtsusele, ühtsusest

ενότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jedinstvo, jedinstva, zajedništvo, jedinstvu, je jedinstvo

ενότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eining, einingu, einingin, samstaða

ενότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienybė, vienybę, vienybės, vieningumas, vienovė

ενότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienotība, vienotību, vienotības, vienība

ενότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
единство, единството, заедништво

ενότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
integritate, unul, unitate, unitatea, unității, unitatii, de unitate

ενότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
shoda, enotnost, enotnosti, enost, edinost

ενότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jednota, jednoty, jednotu, jednotnosť, zjednotenie

Στατιστικά δημοτικότητας: ενότητα

Τυχαίες λέξεις