Mur στα ελληνικά
Μετάφραση: mur, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοίχος, τείχος, τοίχωμα, τοίχο, τοιχώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- muntlig στα ελληνικά - φραστικός, του στόματος, από το στόμα, στόματος, προφορική, στοματική
- muntligen στα ελληνικά - φραστικά, προφορικά, λεκτικά, προφορικώς, προφορική
- murare στα ελληνικά - κτίστης, κτίστες, τουβλάδων, Χτίστες τούβλων, πλινθοκτίστες, των τουβλάδων
- mus στα ελληνικά - ποντίκι, ποντικού, ποντικιού, του ποντικιού, το ποντίκι
Τυχαίες λέξεις
Mur στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοίχος, τείχος, τοίχωμα, τοίχο, τοιχώματος
Μεταφράσεις: τοίχος, τείχος, τοίχωμα, τοίχο, τοιχώματος