När στα ελληνικά

Μετάφραση: när, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πότε, όταν, εφάπαξ, όπως, κάποτε, σαν, κατά, κατά την
När στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nämnd στα ελληνικά - επιτροπή, παραγγέλλω, σανίδα, επιβιβάζομαι, παραγγελία, εξουσιοδότηση, χαρτόνι, ...
  • näpsa στα ελληνικά - επίπληξη, μομφή, επίπληξης, μομφή κατά, επιτίμησή
  • nära στα ελληνικά - κοντά, καλλιεργώ, αποπνιχτικός, τρέφω, πνιγηρός, κολλητός, κοντά σε, ...
  • närande στα ελληνικά - θρεπτική, θρέψη, τρέφοντας, θρεπτικά, θρεπτικό
Τυχαίες λέξεις
När στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πότε, όταν, εφάπαξ, όπως, κάποτε, σαν, κατά, κατά την