Nödvändig στα ελληνικά

Μετάφραση: nödvändig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο
Nödvändig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nödfall στα ελληνικά - επείγον, έκτακτης ανάγκης, Επείγουσα, έκτακτης, επείγουσας ανάγκης
  • nödtorftig στα ελληνικά - γυμνός, πενιχρός, ανεπαρκής, λιγοστά, πενιχρά, φτωχός
  • nödvändighet στα ελληνικά - αναγκαίος, αναγκαιότητα, ανάγκη, αναγκαιότητας, ανάγκης, αναγκαία
  • nöjd στα ελληνικά - ευχαριστημένος, ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, ικανοποιημένοι, πληρούνται, πληρούται, ικανοποιημένη
Τυχαίες λέξεις
Nödvändig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναγκαίος, απαραίτητος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο