Λέξη: μαζεμένος
Σχετικές λέξεις: μαζεμένος
μαζεμένοσ μυτιλήνη, μαζεμένος χαλιά
Συνώνυμα: μαζεμένος
αγκαλιαστός
Μεταφράσεις: μαζεμένος
μαζεμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
demure, cuddly, of cuddly
μαζεμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recatado, mimoso, cuddly, mimosa, tierno, peluche
μαζεμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schüchtern, nüchtern, züchtig, gesittet, verschmust, kuschelig, anschmiegsam, knuddelig, cuddly
μαζεμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
timide, grave, posé, modeste, farouche, sérieux, sage, câlin, peluche, câline, en peluche, câlins
μαζεμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coccolone, peluche, tenero, coccolo, affettuoso
μαζεμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fofinho, peluches, fofo, fofinhos, consideravelmente cuddly
μαζεμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedeesd, aanhalig, snoezig, snoezige, knuffelig, knuffel
μαζεμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
серьезный, застенчивый, скромный, сдержанный, приятный, приятные, Cuddly, Перышко, приятными
μαζεμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kosete, varme, koselig, kose, dum
μαζεμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
keligt, gosig, kelig, keliga, gosiga
μαζεμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ujo, eleetön, pehmoinen, cuddly, pehmeä, söpö, lupsakan
μαζεμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nuttede, dejlig, cuddly, kælen, spontan
μαζεμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vážný, mazlivý, plyšová, mazlivá, roztomilý, plyšové
μαζεμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poważny, rozważny, przytulanki, milutki, tulić, lekko puszysta, przytulanka
μαζεμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ennivaló, cuddly, ölelnivaló, ölelni
μαζεμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekingen, sevimli, Cuddly, Uzun Boylu, yumuşacık, boynuna sarılınası
μαζεμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
скромний, стриманий, серйозний, приємний, приємна, приємне
μαζεμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Shtazët e buta, cuddly, Shtazët
μαζεμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пухкав, пухкаво, приятен, хетеросексуален, Cuddly
μαζεμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыемны, прыемная
μαζεμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaisu-, cuddly, kaisu, Pehmetel
μαζεμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skroman, umiljat, cuddly
μαζεμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kelinn
μαζεμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Džiugu, Cuddly, minkštą, Unspecified, Malonų
μαζεμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīļu, Mīkstas, cuddly, Patikama, mīļš
μαζεμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
cuddly, плишаните
μαζεμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
drăgălaș, pluș, cuddly, de pluș, pufos
μαζεμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ljubki, Mehka, kosmati, za ljubkovanje, ljubkovanje
μαζεμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ostýchavý, plachý, maznavý, mazlivý, Mazlivá
Τυχαίες λέξεις