Παρείσακτος στα αγγλικά

Μετάφραση: παρείσακτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adventitious, intruder, interloping, interloper, outsider, an intruder
Παρείσακτος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: παρείσακτος

intruder
  • παρείσακτος

Σχετικές λέξεις: παρείσακτος

παρείσακτος ετυμολογία, παρείσακτος συνώνυμα, παρείσακτος αγγλικα, παρείσακτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, παρείσακτος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • παραχωρώ στα αγγλικά - bestow, concede, grant, vouchsafe, resign
  • παραχώρηση στα αγγλικά - concession, grant, granting, allocation, granting of
  • παρεκκλήσι στα αγγλικά - shrine, chapel, the chapel, chapel of, a chapel
  • παρεκκλίνω στα αγγλικά - deflect, sidetrack, depart, deviate, swerve, aberrate
Τυχαίες λέξεις
Παρείσακτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: adventitious, intruder, interloping, interloper, outsider, an intruder