Ny στα ελληνικά
Μετάφραση: ny, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέος, δροσερός, καινοφανής, φρέσκος, ζωντανός, νωπός, καινούριος, μυθιστόρημα, νέα, νέο, νέων, νέες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nummer στα ελληνικά - θέμα, αντιγράφω, αντίγραφο, αντίτυπο, μέγεθος, αριθμός, τεύχος, ...
- nuvarande στα ελληνικά - αληθινός, παρών, δώρο, ρεύμα, τωρινός, παρουσιάζω, πραγματικός, ...
- nyans στα ελληνικά - σκιά, ατμόσφαιρα, τόνος, βάμμα, απόχρωση, σκιάς, τη σκιά, ...
- nybörjarbok στα ελληνικά - αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, εκκινητών
Τυχαίες λέξεις
Ny στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέος, δροσερός, καινοφανής, φρέσκος, ζωντανός, νωπός, καινούριος, μυθιστόρημα, νέα, νέο, νέων, νέες
Μεταφράσεις: νέος, δροσερός, καινοφανής, φρέσκος, ζωντανός, νωπός, καινούριος, μυθιστόρημα, νέα, νέο, νέων, νέες