Omåttlig στα ελληνικά

Μετάφραση: omåttlig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβολικός, κραιπάλη, binge, ευκαιριακή άμετρη, ευκαιριακής άμετρης, φαγητού
Omåttlig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • omväxling στα ελληνικά - εναλλαγή, παραλλαγή, τροποποίηση, παραλλάζω, μετατροπή, αλλάζω, μεταβολή, ...
  • omänsklig στα ελληνικά - απάνθρωπος, απάνθρωπης, της απάνθρωπης, απάνθρωπων, απάνθρωπη
  • omöjlig στα ελληνικά - αδύνατον, αδύνατος, αδύνατο, αδύνατη, δυνατόν
  • onani στα ελληνικά - αυνανισμός, αυνανισμό, αυνανισμού, ο αυνανισμός, masturbation
Τυχαίες λέξεις
Omåttlig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβολικός, κραιπάλη, binge, ευκαιριακή άμετρη, ευκαιριακής άμετρης, φαγητού