Λέξη: σαγηνεύω

Σχετικές λέξεις: σαγηνεύω

σαγηνεύω συνωνυμα, σαγηνεύω ετυμολογία

Συνώνυμα: σαγηνεύω

τεχνάζομαι, αναφέρω, δελεάζω, αιχμαλωτίζω, ξελογιάζω

Μεταφράσεις: σαγηνεύω

σαγηνεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enchant, fascinate, wile, captivate, allure

σαγηνεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hechizar, encantar, fascinar, embelesar, ardid, Wile, del Wile, astucia, artimaña

σαγηνεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verzaubern, faszinieren, bezaubern, wile, des wile

σαγηνεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ravir, enchantent, électriser, fascinent, enthousiasmer, séduire, enchantez, fasciner, enchanter, fascinons, charmer, fascinez, ensorceler, agripper, enchantons, ruse, Wile, Vil, ruses, de Wile

σαγηνεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stregare, avvincere, incantare, affascinare, affatturare, ammaliare, astuzia, Wile, Willy, tutelando, Willy il

σαγηνεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
encaixar, deslumbrar, encantar, encaixotar, fascinar, terra, artimanha, astúcia, Wile, embuste, seduzir

σαγηνεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betoveren, verrukken, fascineren, bekoren, list, lokken, Wile, van Wile, wile het

σαγηνεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пленять, зачаровывать, очаровывать, околдовывать, прельщать, обворожить, заколдовать, зачаровать, очаровать, обвораживать, околдовать, хитрость, Wile, Вайл, уловка, Хитрый

σαγηνεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortrylle, wile, bedrag

σαγηνεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fascinera, tjusa, Wile, LIST, Gråben, för wile, prärievarg för wile

σαγηνεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loihtia, noitua, houkuttaa, kiehtoa, lumota, loitsia, tenhota, taikoa, hurmata, Wile, määrän silikaattia

σαγηνεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Wile, Grimm, Grim, mens jeg, at wile

σαγηνεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uchvátit, nadchnout, oslnit, očarovat, okouzlit, fascinovat, lest, Wile, odlákat, Wileovi, Wileem

σαγηνεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zafascynować, zachwycać, zachwycić, olśnić, porwać, oczarowywać, hipnotyzować, czarować, fascynować, frapować, oczarować, porywać, wabik, wabić, wile, spokojnie spędzić, podstęp

σαγηνεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csábít, Wile, fortély, ravaszság

σαγηνεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cezbetmek, Wile, hile, ayartmak, baştan çıkarmak

σαγηνεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зачаруйте, заполонювати, чаруйте, чарувати, зачарувати, хитрість, хитрощі

σαγηνεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
josh, dinakëri, dredhi, Wile, kurth

σαγηνεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уловка, лукавство, лукавството, хитрост

σαγηνεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хітрасць, хітрасьць, хітрыкі, хітрык

σαγηνεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lummama, paeluma, nõiduma, võluma, wile, a kohapeal

σαγηνεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opčiniti, zasjeniti, očarati, varati, smicalica, lukavstvo, trik, prevariti

σαγηνεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
seiða, wile

σαγηνεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sužavėti, pavilioti, masinti, wile, wie, gerai praleisti laiką

σαγηνεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pievilt, viltība, ievilināt, triks

σαγηνεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уловка

σαγηνεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răpi, fermeca, viclenie, Wile, șiretlic, vicleșug

σαγηνεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Trik, Prevara

σαγηνεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lesť, lest, klamstvo, pasca, klam
Τυχαίες λέξεις