Operation στα ελληνικά

Μετάφραση: operation, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχείρηση, λειτουργία, εγχείρηση, λειτουργίας, Η λειτουργία, Επιχείρηση, Χειρισμός
Operation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opassande στα ελληνικά - ανάρμοστος, απρεπής, απρεπή, ανάρμοστα, απρεπές, άστοχα
  • opera στα ελληνικά - όπερα, Opera, όπερας, την όπερα, της όπερας
  • operatör στα ελληνικά - χειριστής, επιχειρηματίας, διαχειριστής, φορέα, χειριστή
  • operera στα ελληνικά - λειτουργώ, εγχειρίζω, χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, επέμβαση, εγχείρηση
Τυχαίες λέξεις
Operation στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχείρηση, λειτουργία, εγχείρηση, λειτουργίας, Η λειτουργία, Επιχείρηση, Χειρισμός